- ερυθρός
- -ά και -ή, -ό (AM ἐρυθρός, -ά, -όνΑ και ἐρυθρός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» — η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικήςμσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. *το ερυθρό(-ν)το κόκκινο χρώμα, ένα από τα θεμελιώδη απλά χρώματα τής φύσης και από τα επτά χρώματα τού ηλιακού φάσματοςνεοελλ.1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ερυθροίοι κόκκινοι, οι κομμουνιστές2. το θηλ. ως ουσ. η ερυθράμολυσματικό, εξανθηματικό νόσημα τής παιδικής κυρίως ηλικίας3. φρ. α) «ερυθρά χρώματα» — τα χρωστικά τού ερυθρού χρώματος που χρησιμοποιούνται για τη ζωγραφική και γενικά για έγχρωμα επιχρίσματαβ) «Ερυθρός Σταυρός» — διεθνής οργάνωση που έχει σκοπό την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών σε ειρηνική και πολεμική περίοδογ) «Ερυθρά Ημισέληνος» — το αντίστοιχο τού Ερυθρού Σταυρού στις μουσουλμανικές χώρεςδ) «ερυθρά σημαία» — η σημαία τών κομμουνιστώνμσν.φρ. «ἐρυθρά γράμματα» — αυτοκρατορικό έγγραφοαρχ.1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρυθράερυθρές φλύκταινες, εξανθήματα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρυθρόνο κρόκος τού αβγού3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρυθράτο μελισσόφυλλο4. φρ. «Ἐρυθρή θάλασσα»α) αυτή που περιλαμβάνει τον Αραβικό κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανόβ) άγνωστοι και πολύ απομακρυσμένοι τόποι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύθω*, συνδέεται με λατ. ruber «ερυθρός», αρχ. σλαβ. rŭdrŭ, αρχ. ινδ. rudhira και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *rudh-rό-, η οποία αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας *reudh- «κόκκινος» (πρβλ. ερεύθω, έρευθος). Το ρ. ερυθαίνομαι (< ερυθρός) ανάγεται στην ίδια ρίζα τού τ. ερυθρός με διαφορετικά επιθήματα: *rudh-r, *rudh-n. Στη ΝΕ το επίθετο ερυθρός χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος, π.χ. Ερυθρός Σταυρός, Ερυθρά Θάλασσα, Ερυθρόδερμος κ.λπ., ενώ για τη δήλωση γενικά τού κόκκινου χρώματος χρησιμοποιείται το επίθετο κόκκινος (< κόκκος «βαφική ουσία») που στην Αρχ. Ελληνική δήλωνε το άλικο, ζωηρό κόκκινο χρώμα.ΠΑΡ. ερυθραίνω, ερυθρίνος, ερυθριώ, ερυθρόνιο, ερυθρότητα (AM -ότης), ερυθρώαρχ.ερυθρανός, ερυθριάζω, ερύθριον, ερυθρώδηςαρχ.-μσν.ερυθραίοςμσν.ερυθρίδη, ερυθρώοςνεοελλ.ερύθρασμα, ερύθρημα, ερυθρίνη, ερύθρωση, ερύθρωτος.ΣΥΝΘ. ερυθροειδής, ερυθροκίτρινος, ερυθρόπους, ερυθροπρόσωπος, ερυθρόστικτος, ερυθρόχρουςαρχ.ερυθρόβωλος, ερυθρόγραμμος, ερυθρόγραφος, ερυθροδάκτυλος, ερυθροκάρδιος, ερυθρόκομος, ερυθρόκυτον, ερυθρόπελας, ερυθροποίκιλος, ερυθρόχλωρος, ερυθρόχρωςαρχ.-μσν.ερυθρόδανοςμσν.ερυθραυγής, ερυθρόβαπτος, ερυθροδόκημσν.- νεοελλ.ερυθρόβαφος, ερυθρομέλας, ερυθροσήμαντος, ερυθρόφυλλοςνεοελλ.ερυθρελάτη, ερυθροβάκιλλος, ερυθροβλάστη, ερυθρογράφος, ερυθροδανίνη, ερυθρόδερμος, ερυθροθεραπεία, ερυθροθώρακας, ερυθροίδημα, ερυθρόκαρπος, ερυθροκενταυρίνη, ερυθροκερατοδερμία, ερυθροκύτταρο, ερυθροκύτωση, ερυθρόλοφος, ερυθρολυσία, ερυθρομελία, ερυθρόνωτος, ερυθρόξυλο, ερυθροπάρειος, ερυθροπλακία, ερυθροποίηση, ερυθροπύρωση, ερυθροπώγων, ερυθρορρητίνη, ερυθρόρριζος, ερυθρόρρυγχος, ερυθρόσπερμος, ερυθρόστερνος, ερυθρόστομος, ερυθρόσωμος, ερυθρότεφρος, ερυθρόφαιος, ερυθρόφθαλμος, ερυθροχίτων, ερυθρόχρυσος, ερυθροψία, ερυθρωπός].
Dictionary of Greek. 2013.